ρινολαρυγγίτιδα

ρινολαρυγγίτιδα
η, Ν
ιατρ. φλεγμονή τής μύτης και τού λάρυγγα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + λαρυγγίτιδα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”